- εὐπραγίαις
- εὐπρᾱγίαις , εὐπραγίαwelfarefem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαυλοδρομώ — διαυλοδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω τον δίαυλο, αγωνίζομαι στο αγώνισμα του διαύλου 2. ξαναγυρίζω στο σημείο εκκινήσεως, στην αφετηρία 3. επανέρχομαι, ανατρέχω νοερὰ («πάντων ἐπὶ ταῑς ἀρχαίαις διαυλοδρομούντων... εὺπραγίαις», Φίλων ο Ιουδαίος) … Dictionary of Greek
φθονώ — φθονῶ, έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ. β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.) αρχ. 1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ , εἰ … Dictionary of Greek